- ὤθησα
- ὀθέωaor ind act 1st sgὠθέωthrustaor ind act 1st sgὠθέωthrustaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωθώ — ώθησα, ωθήθηκα, ωθημένος 1. σπρώχνω, σκουντώ: Ωθήστε την πόρτα. 2. επισπεύδω κάτι: Να ωθήσεις την υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠθήσας — ὠθήσᾱς , ὠθέω thrust aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠθήσασα — ὠθήσᾱσα , ὠθέω thrust aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωθώ — ωθώ, ώθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής